- κομμιωματώδης
- -ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» — το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, -τ-ος + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ογκ-ώδης, οστρακ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek